- ὀνύχινον
- ὀνύχινοςmade of onyxmasc acc sgὀνύχινοςmade of onyxneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονύχινος — ὀνύχινος, η, ον (Α) [όνυξ, υχος (II)] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από τον ημιπολύτιμο λίθο όνυχα 2. αυτός που είναι όμοιος με τον λίθο όνυχα 3. (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει χρώμα όνυχα 4. φρ. «ὀνύχινον ἔλαιον» ελαιώδες παρασκεύασμα… … Dictionary of Greek